Κνίδωση

Η κνίδωση είναι συχνή πάθηση που επηρεάζει μέχρι και το 20% του πληθυσμού. Οι κνιδωτικές βλάβες είναι έντονα κνησμώδεις, ψηλαφητές και κόκκινες πλάκες με ποικίλο μέγεθος και σχήμα που φυσιολογικά υποχωρουν μέσα σε λεπτά ή ώρες . Η κνίδωση ταξινομείται σε οξεία ή χρόνια και το χρονικό όριο διαχωρισμού των 2 είναι οι 6 εβδομάδες. Τα δύο τρίτα των κνιδώσεων είναι οξείες δηλαδή υποχωρούν σε διάστημα 6 εβδομαδων. Αν και συνήθως είναι δύσκολο να ανευρεθεί η αιτία που πυροδοτεί την κνίδωση, κάποιες φορές στις νεοεμφανιζόμενες κνιδώσεις μπορεί να ενοχοποιηθούν κοινές ιογενείς και βακτηριακές λοιμώξεις, φάρμακα, κατανάλωση τροφής ή τσιμπήματα εντόμων. Περιστασιακά η κνίδωση μπορεί να είναι το πρώτο σύμπτωμα μιας άλλης συστηματικής διαταραχής, κάτι που διερευνούμε όταν η κνίδωση γίνει χρόνια και σε αυτή την περίπτωση διενεργούνται μια σειρά εργαστηριακών εξετάσεων και σπανιότερα βιοψία δέρματος όταν υποπτευόμαστε κνιδωτική αγγειιίτιδα. Η κνιδωτική αγγειίτιδα ωστόσο συνήθως συνοδεύεται και από επιπλέον συμπτώματα όπως μπορεί να είναι ο πόνος στις θέσεις του εξανθήματος, ο σχηματισμός φυσαλίδων, ο πυρετός και ο πόνος στις αρθρώσεις.

Η χρόνια κνίδωση (ΧΚ) ορίζεται από την παρουσία κνίδωσης τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας για περίοδο έξι εβδομάδων ή και περισσότερο. Έως και το 50% των ασθενών εμφανίζουν επίσης αγγειοοίδημα, πρήξιμο δηλαδή των ματιών ή και των χειλιών. Εκτιμάται ότι περίπου το 1% του ενήλικου πληθυσμού αναπτύσσει την ΧΚ σε κάποιο σημείο της ζωής τους. Οι ενήλικες την εμφανίζουν συχνότερα από τα παιδιά και οι γυναίκες συχνότερα από τους άνδρες. Στο 80 – 90% των περιπτώσεων ωστόσο δεν εντοπίζεται συγκεκριμένη αιτία. Πρόκειται για ένα αυτοπεριοριζόμενο νόσημα στη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών. Η αυθόρμητη ύφεση εμφανίζεται σε 30 έως 50 τοις εκατό των ασθενών στο ένα έτος και η μέση διάρκεια της νόσου είναι δύο έως πέντε έτη. Περίπου το 20% των ασθενών εξακολουθούν να εμφανίζουν συμπτώματα μετά από πέντε χρόνια. Στους ασθενείς με χρόνια κνίδωση είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ορισμένοι παράγοντες είναι πιθανό να επιδεινώσουν το νόσημα και γι αυτό το λόγο, αν είναι εφικτό, είναι καλό να αποφεύγονται. Αυτοί είναι : μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ζέστη, κρύο, ηλιοέκθεση, τριβή ή πίεση από τα ρούχα, αλκοόλ, στρες, συνυπάρχουσες λοιμώξεις, έμμηνος ρύση, άτακτη λήψη αντιισταμινικων. Η αποφυγή αυτών των παραγόντων σε συνδυασμό με την υποστηρικτική αγωγή μπορούν να συμβάλλουν στη σωστή διαχείριση του νοσήματος.

Η κνίδωση ωστόσο μπορεί να αποτελεί μέρος μιας σοβαρότερης αλλεργικής αντίδρασης και θα πρεπει να απευθυνόμαστε στο γιατρό αν υπάρχουν κάποια από τα ακόλουθα συμπτώματα : δυσκολία στην αναπνοή, σφίξιμο στο λαιμό, ναυτία ή εμετός, κοιλιακός πόνος και τάση λιποθυμίας.

Η αγωγή που προτείνεται από τις κατευθυντήριες οδηγίες (guidelines) για την κνίδωση είναι η λήψη αντιισταμινικών χαπιών (κατασταλτικών ή μη) ενώ σπανιότερα μπορεί να απαιτηθεί η λήψη ενός μικρού κύκλου κορτικοστεροειδών όταν για παράδειγμα συνυπάρχει αγγειοοίδημα. Στους ασθενείς με χρόνια κνίδωση είναι καλό η αγωγή να συνεχίζεται και για 1 έως 3 μήνες μετα την καταστολή των συμπτωμάτων. Σε ασθενείς που δεν ελέγχεται το νοσημα παρα την ανωτέρω αγωγή είναι δυνατή η προσθήκη ομαλιζουμάμπης που είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα κατά της ανοσοσφαιρίνης Ε (IgE) ασφαλές και αποτελεσματικό για πολλούς ασθενείς ενώ αν και αυτό δεν είναι αποτελεσματικό είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν άλλα ανοσοκατασταλτικά ή ανοσοτροποποιητικα φάρμακα.